- προφητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον προφήτη ή που αποτελεί προφητεία: Προφητικός λόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προφητικός — oracular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… … Dictionary of Greek
προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικώτερον — προφητικός oracular adverbial comp προφητικός oracular masc acc comp sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικωτάτων — προφητικός oracular fem gen superl pl προφητικός oracular masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικωτέρων — προφητικός oracular fem gen comp pl προφητικός oracular masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικῶν — προφητικός oracular fem gen pl προφητικός oracular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικόν — προφητικός oracular masc acc sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικώτατα — προφητικός oracular adverbial superl προφητικός oracular neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικαῖς — προφητικός oracular fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)